συλλαβιστά

συλλαβιστά
Ν
επίρρ. βλ. συλλαβιστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβιστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκφωνείται κατά συλλαβές 2. αυτός που διαβάζεται με δυσκολία. επίρρ... συλλαβιστά Ν 1. κατά συλλαβή, με συλλαβισμό 2. (κατ επέκτ.) με δυσκολία στην ανάγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. συλλαβιστόν,… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβισμός — συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το 1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές. 2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαβιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που διαβάζεται συλλαβή συλλαβή: Διαβάζειακόμη συλλαβιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”